-
1 προδιοικέω
A regulate, manage beforehand, D.23.14 ([voice] Pass.), Luc. Hist.Conscr.52:—[voice] Med. in act. sense, Aeschin.1.146, D.H.Rh.9.7, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδιοικέω
См. также в других словарях:
προδιοικώ — έω, Α 1. διευθετώ, ρυθμίζω, τακτοποιώ προηγουμένως κάτι («ἡτοίμαστω δ αὐτοῑς τοῡτο τὸ προβούλευμα καὶ προδιῴκητο», Δημοσθ.) 2. (σχετικά με τροφή) χωνεύω προηγουμένως («σιτία προδιωκημένα», Αντυλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διοικῶ «διευθετώ,… … Dictionary of Greek